- πορσελανίτις
- η, Νφρ. «πορσελανίτις γη» — η πορσελάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. porzellanit < porzellan < ιταλ. porcellana (βλ. λ. πορσελάνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καολίνης ή πορσελανίτις γη — Αργιλικό πέτρωμα, το οποίο προέρχεται από χημική εξαλλοίωση των αστρίων που υπάρχουν μέσα σε κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα. Είναι λευκός έως υποκίτρινος και αποτελείται κυρίως από ένα λευκό ορυκτό, τον καολινίτη, μαζί με δικίτη και νακρίτη. Ο κ.… … Dictionary of Greek